- κροσσοπτερύγιοι
- (crossopterygii). Υφομοταξία τελεόστεων ψαριών, η οποία περιλαμβάνει τόσο απολιθωμένες όσο και σύγχρονες μορφές. Η εμφάνιση αυτών των ζώων, που φέρουν οστέινο σκελετό, πραγματοποιήθηκε στα τέλη του σιλουρίου (πριν από περίπου 420 εκατ. χρόνια)· η μεγαλύτερη εξέλιξή τους παρατηρήθηκε στο δεβόνιο και στο λιθανθρακοφόρο, ενώ η εξαφάνιση των περισσότερων μορφών τους κατά τον μεσοζωικό αιώνα. Σήμερα επιζούν μόνο λίγοι αντιπρόσωποι των οικογενειών των διπνεύστων και των κοιλακανθιδών, ενώ τα οστεολεπιδωτά έχουν εξαφανιστεί από τα τέλη του παλαιοζωικού αιώνα. Σε παλαιότερες ταξινομήσεις, στα οστεολεπιδωτά υπαγόταν η οικογένεια των πολυπτεριδών, η οποία περιλαμβάνει δύο σύγχρονα γένη, τον Polypterus και τον Calamoichthys, που είναι τυπικά ορισμένων αφρικανικών ποταμών. Σήμερα η οικογένεια αυτή περιλαμβάνεται στην υφομοταξία των ακτινοπτερυγίων.
Στους κ. το κρανίο καλύπτεται με οστέινα πλακίδια επιδερμικής προέλευσης, ενώ το υπόλοιπο σώμα είναι επενδεδυμένο με ρομβοειδή λέπια, κατά ένα μέρος τοποθετημένα το ένα επάνω στο άλλο. Τα ρουθούνια είναι εσωτερικά και επικοινωνούν με τη στοματική κοιλότητα με ανοίγματα που ονομάζονται χοάνες – τα οποία απουσιάζουν από τους ακτινοπτερύγιους· γι’ αυτό οι κ. είναι γνωστοί και με την ονομασία χοανοϊχθύες. Φέρουν ζυγά, στηθαία και κοιλιακά πτερύγια, τα οποία έχουν βασικό ποδίσκο, από τον οποίο απλώνονται ρωμαλέες ακτινοειδείς αποφύσεις. Τα άζυγα πτερύγια –νωτιαίο, πρωκτικό και ουραίο– στις απολιθωμένες μορφές ήταν κατά διάφορους τρόπους ανεπτυγμένα: το ουραίο ήταν ετερόκερκου τύπου, ενώ διατηρείται ως γεφυρόκερκο στα σύγχρονα είδη.
Οι κ. θεωρούνται πρόγονοι των αμφιβίων, από τα οποία προήλθαν τα ερπετά και τα υπόλοιπα χερσαία σπονδυλωτά.
* * *οιζωολ. υποσυνομοταξία τελεόστεων οστεοϊχθύων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crossopterygii < cross(o)- (< κροσσοί) + -pterygii (< πτέρυξ, -γος)].
Dictionary of Greek. 2013.